- παρκάρισμα
- τοη στάθμευση αυτοκινήτου ή άλλου οχήματος σε κατάλληλο ή ειδικό χώρο ώστε να μην παρεμποδίζεται η κυκλοφορία άλλων τροχοφόρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρκάρω κατά τα ουδ. σε -ισμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρκάρισμα — το (λ. ιταλ.), η στάθμευση του αυτοκινήτου σε κατάλληλη γι αυτό θέση: Το παρκάρισμα στο κέντρο της πόλης δεν επιτρέπεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπατάρισμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπατάρω, η κλίση προς τη μία πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπατάρω κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρω: παρκάρισμα)] … Dictionary of Greek
μπλοκάρισμα — το 1. αποκλεισμός τής εξόδου, περικύκλωση, πολιορκία 3. δέσμευση χρημάτων («έγινε μπλοκάρισμα τού λογαριασμού του στην τράπεζα») 4. δυσλειτουργία συσκευής λόγω παρεμβολής ή παύση λειτουργίας μηχανήματος λόγω εμπλοκής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπλοκάρω, κατά … Dictionary of Greek
πάρκιν — το 1. ειδικός χώρος κατάλληλος για τη στάθμευση αυτοκινήτων ή άλλων οχημάτων 2. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρκάρω, η στάθμευση αυτοκινήτου σε κατάλληλο χώρο, το παρκάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. parking] … Dictionary of Greek
πεζόδρομος — ο δρόμος που προορίζεται μόνο για πεζούς και όπου απαγορεύεται η κυκλοφορία και το παρκάρισμα αυτοκινήτων … Dictionary of Greek
ρεμε(ν)τζάρισμα — και ρεμι(ν)τζάρισμα, το, Ν ναυτ. ρυμούλκυση πλοίου με ρεμέ (ν)τζο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεμεντζάρω / ρεμιντζάρω κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρισμα)] … Dictionary of Greek
ρεμιζάρισμα — το, Ν η στάθμευση οχήματος σε κατάλληλο χώρο, κν. παρκάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεμιζάρω + κατάλ. ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
σουμάρισμα — το, Ν η σούμα, το άθροισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουμάρω + κατάλ. ισμα < ρ. σε ίζω (πρβλ. παρκάρω: παρκάρισμα)] … Dictionary of Greek
σουπάρισμα — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σουπάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουπάρω + κατάλ. ισμα < ρ. σε ίζω (πρβλ. παρκάρω: παρκάρισμα)] … Dictionary of Greek
σοφάρισμα — και σωφάρισμα, το, Ν οδήγηση αυτοκινήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφάρω + κατάλ. ισμα < ρ. σε ίζω (πρβλ. παρκάρω: παρκάρισμα)] … Dictionary of Greek